πλεξείω

πλεξείω
Α
εφετ. τ. τού πλέκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλεκ- τού πλέκω + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. πολεμη-σείω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φευξείω — Α (ποιητ. τ.) φευκτιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πλεξείω: πλέκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”